- θησαυριστής
- ο1) стяжатель; 2) собиратель (слов, пословиц)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θησαυριστής — one who lays up in store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριστής — ο (Α θησαυριστής) [θησαυρίζω] αυτός που θησαυρίζει, που αποταμιεύει … Dictionary of Greek
θησαυριστής — ο αυτός που θησαυρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυριστήν — θησαυριστής one who lays up in store masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριστικός — θησαυριστικός, ή, όν (Α) [θησαυριστής] αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει, αποταμιευτικός … Dictionary of Greek
θησαυροποιός — θησαυροποιός, ὁ (Α) αυτός που κάνει θησαυρούς, ο θησαυριστής … Dictionary of Greek